- λήμης
- λήμηa humour that gathers in the corner of the eyefem gen sg (attic epic ionic)λημάωto be blearedpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρίωμα — κηρίωμα, τὸ (Α) [κηρίον] νοσηρή έκκριση λήμης, κν. τσίμπλας, από τα μάτια, τσίμπλιασμα … Dictionary of Greek
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
τσίμπλιασμα — το, Ν [τσιμπλιάζω] η έκκριση λήμης, σχηματισμός τσίμπλας … Dictionary of Greek